τέλεφαξ

τέλεφαξ
το, Ν
άκλ. τηλεπ. διεθνής ονομασία τής τηλεομοιοτυπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. telefax, συντετμημένος τ. τής λ. telefacsimile].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τηλεομοιοτυπία - Τέλεφαξ — (Facsimile Fax). Με τον όρο τ. εννοούμε τη διαδικασία εκπομπής, μεταφοράς και ακριβούς αναπαραγωγής έντυπου υλικού ή σταθερών εικόνων μέσω ενσύρματων ή ασύρματων δικτύων. Οι λέξεις κλειδιά σε αυτό τον ορισμό είναι αντιγραφή και αναπαραγωγή. Στα… …   Dictionary of Greek

  • φαξ — το, Ν άκλ. συντομογραφία τής λ. τέλεφαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. τέλεφαξ] …   Dictionary of Greek

  • τηλεομοιοτυπικός — ή, ό, Ν [τηλεομοιοτυπία] τηλεπ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεομοιοτυπία β) το ουδ. ως ουσ. το τηλεομοιοτυπικό (ενν. μηχάνημα) συσκευή τηλεομοιοτυπίας, κν. τέλεφαξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”